«Το ψηφιδωτό της ηδονής»

Ο Επίκουρος, φιλόσοφος των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή την εποχή μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που υπήρχε ανασφάλεια για την εσωτερική κατάσταση του ελληνιστικού κράτους, υποδεικνύει έναν τρόπο αντιμετώπισης της μεγάλης αγωνίας που διακατείχε τους ανθρώπους της εποχής εκείνης εξαιτίας των υφιστάμενων τότε συνθηκών.

Η τέχνη του «ηδέως ζην» είναι παροχή τρόπων συμπεριφοράς, μέσω των οποίων η ζωή των ανθρώπων θα ήταν δυνατόν ν’ ανακουφιστεί και ν’ απαλυνθεί από την αγωνία και τη δυστυχία. Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, πρέπει να είναι η αποφυγή του πόνου και η αταραξία της ψυχής: «Μήτε άλγειν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν». Κάποιες ηδονές θα αποφευχθούν, άλλες θα μετατεθούν στο χρόνο και κάποιοι πόνοι θα προτιμηθούν στο παρόν, στο όνομα της μεγαλύτερης ηδονής που θα προκύψει στο μέλλον. Ο Επίκουρος στη φιλοσοφία του βάζει τη διάσταση του χρόνου και της ωφέλειας (τι μας συμφέρει και τι όχι). Το κριτήριο επιλογής των ηδονών δεν είναι ποσοτικό, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, αλλά ποιοτικό. Για τον Αρίστιππο κριτήριο επιλογής είναι οι έντονες και προσεχείς ηδονές: «Μόνον ημέτερον, εστιν το παρόν».

Ο Επίκουρος θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη: «Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως ζην». Συνδέει την αρετή με την ηδονή. Σ’ αυτό το σημείο, αναγνωρίζουμε κάποια κοινά με τη θεωρία της μεσότητας του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης ισχυρίστηκε ότι η αρετή, που αποτελεί τον αναγκαίο όρο για την ευδαιμονία του ανθρώπου, συνίσταται στη μεσότητα μεταξύ δύο ακροτήτων. Π.χ η μετριοφροσύνη είναι μεσότητα μεταξύ της μικροπρέπειας και της αλαζονείας, η ανδρεία μεταξύ της δειλίας και του θράσους και ούτω καθεξής. Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει υγεία ή πλούτο και όλα τα αγαθά, αλλά δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος, εάν δεν είναι ενάρετος αναλόγως προς τις περιστάσεις, δηλαδή μεγαλόψυχος, σώφρων κ.ά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος που πεινά χρησιμοποιώντας τη λογική δύναμη του μυαλού του, θα φάει τόσο ώστε να ικανοποιήσει την πείνα του και να μην βαρυστομαχιάσει. Η μεσότητα θα του εξασφαλίσει την ευδαιμονία.

Ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές. Η ικανοποίηση της πείνας, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή. Η κατάσταση της ηρεμίας που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά την ικανοποίηση της πείνας του, είναι «καταστηματική ηδονή». Εάν, λοιπόν, ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, δηλαδή να νιώσει όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ισορροπίας, θα αποφύγει να φάει με βουλιμία, η οποία μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα στην υγεία του, δυσφορία και δυστυχία.

Επίσης, η ευδαιμονία μας επηρεάζεται από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν. Έχει σημασία ποιους ανθρώπους θα έχουμε δίπλα μας. Ο Επίκουρος είπε: «Θα πρέπει να βρούμε με ποιον θα φάμε και θα πιούμε, πριν βρούμε τι θα φάμε και θα πιούμε».

Η απόλαυση και η χαρά βρίσκονται στα πιο απλά, καθημερινά πράγματα. Φανταστείτε την ηδονή σαν ένα μωσαϊκό, στο οποίο θα τοποθετήσετε τις δικές σας ποικιλόχρωμες ψηφίδες τέρψης…να μην πονάει το σώμα και μην ταράσσεται η ψυχή…

 

About Μαρία Φραγκονικολάκη

Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε